«Εφυγε» ο συνθέτης και φίλος Βασίλης Δημητρίου στα εβδομήντα του χρόνια.  Μας ταξίδεψε και μας συντρόφευσε για σαράντα και πλέον χρόνια στο πεντάγραμμο, στο θέατρο, στην τηλεόραση με τα υπέροχα τραγούδια του και τις ορχηστρικές δημιουργίες του. Αφήνει πίσω του τη γυναίκα του Νανά και τον γιό του Μιχάλη. Τον αποχαιρετίσαμε Τετάρτη στις 2 το μεσημέρι στο Α’ Νεκροταφείο. Ταλαιπωριόταν με το αναπνευστικό του εδώ και κάποια χρόνια έχοντας μια αργή, σταδιακή, βασανιστική επιδείνωση. Διακριτικά είχε αποσυρθεί και ζούσε οικονομικά δύσκολα (οι εταιρείες τον είχαν παραγκωνίσει, οι τραγουδιστικές «φίρμες» δεν του στάθηκαν όσο θα έπρεπε).

 

 

Πριν δυο χρόνια είχε δώσει την τελευταία του συναυλία στο «Παλλάς» με δεκαμελή ορχήστρα μ’ένα απάνθισμα της πολύχρονης μουσικο-τραγουδιστικής διαδρομής του.
 
Eνας πηγαίος και προικισμένος συνθέτης, που τον χαρακτήριζε η μελωδικότητα,  η αμεσότητα, η τρυφερότητα και η αισθαντικότητα αλλά και η λεβεντιά, το κουράγιο, η απλότητα τόσο στις μουσικές του όσο και στους σπάνιους στίχους του. Από τη «Μαρία με τα κίτρινα», το «Θάθελα να σε ζωγραφίσω» έως τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» και το «Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία». Χωρίς να ξεχνάμε την ευφραίνουσα, διονυσιακή μουσική του που στόλιζε τα έργα του Μποστ  “Φαύστα», «Μήδεια» στο θέατρο «Στοά». Χωρίς να λησμονούμε τις πολύχρωμες συνθέσεις του σε καλοφτιαγμένες τηλεοπτικές σειρές όπως «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», «Η αγάπη άργησε μια   μέρα», «Ματωμένα χώματα».
 
Ενας γνήσιος λαΪκός άνθρωπος που δεν ξέχναγε την  φτωχική αλλά αρχοντική καταγωγή του (είχε μικρασιατικές ρίζες), καθόλου ψωνισμένος παρά τις τόσες επιτυχίες του. Ηταν έξω καρδιά, ψυχή μεγάλη.  Ελεγε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.  Πλακατζής, καλοφαγάς, μερακλής, γενναιόδωρος. Του άρεσαν τα ταβερνάκια, το κρασί, η καλή παρέα. Ενίοτε τσαντίλας κι αθυρόστομος αλλά  με τόσο αφοπλιστικό τρόπο. «Κάτσε καλά» ήταν μια προσφιλής παιγνιώδης φράση του.
 
Ας τον θυμηθούμε με τα δικά του λόγια  μέσα από δυο συνεντεύξεις που του είχαμε πάρει για την «Ελευθεροτυπία»(26-03-1989 και 20-04-1993) :
  
* Σε μια κοινωνία τόσο διαβρωμένη όπως η ελληνική, αυτό που αξίζει και πρέπει να διαφυλάξουμε είναι η ψυχή μας και η καρδιά μας.  Αυτό μπορείς να το διαφυλάξεις μόνο όταν ονειρεύεσαι ακόμα. Αμα ονειρεύεσαι, άμα αγαπάς, άμα σε συγκινεί ένα παιδί που κλαίει.
 
* Είχα κλασική παιδεία. Από τον 20ο αιώνα μας θαύμαζα τον Στραβίνσκι και το Νίνο Ρότα. Στα ημέτερα εδάφη, η αισθητική του Χατζιδάκι ήταν καθοριστική για μένα. Αυτός κι ο Κώστας Καπνίσης μ’επηρέασαν σημαντικά. Δεν είμαι από τους συνθέτες που κρύβουν τις επιρροές τους προσπαθώντας να φανούν αυτόφωτοι. Θα μπορούσα να πω ότι και πολλοί συγγραφείς μ’επηρέασαν. Μέσα από τη λογοτεχνία και την ποίηση βρήκα έναν άλλο τρόπο σκέψης. Τις συνισταμένες της αισθητικής της μουσικής μου.
 
* Αυτούς που μας κυβερνούν, σε άλλη χώρα, όχι μόνο θα τους είχαν κλείσει  σε ιδρύματα για προβληματικούς, αλλά θα τους έρριχναν στη θάλασσα για να μπαζώνουν παραλίες. Μόνο για μπάζα κάνουν.
 
* Μόνο οι λεβέντες μπορούν να κλάψουν, οι κλανιάδες δεν κλαίνε. Τα κλέφτικα τι ήταν ; Τραγούδια καημού και παράπονου. Για να κλάψεις πρέπει να γελάς. Χαίρομαι που μπορώ ακόμα να κλαίω και να γελώ, γιατί θεωρώ το κλάμα άκρως αντρική υπόθεση.
 
*Αν πετάξω την περασμένη ζωή μου θα πάψω να υπάρχω. Ζω με το παρελθόν μου, με το παρόν μου αλλά και το μέλλον μου, γι’αυτό… «δεν τελειώνω έτσι εύκολα εγώ».  
   
Αντίο Βασίλη, μελωδέ στη χώρα των τραυμάτων, αντίο φίλε

28 Απριλίου 2015