Θέλω να σας μιλήσω για τον Θανάση Τσιπινάκη. Το μουσικό, τον καλλιτεχνικό διευθυντή και μαέστρο της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων. Τον άνθρωπο. Το φίλο. Γνωριστήκαμε αρχές του ’90. Ήρθε στο στούντιο Σιέρρα αναζητώντας με. Ποιός ξέρει τί είχε ακούσει (από τα λίγα τότε δικά μου τραγούδια που είχαν εκδοθεί) - ίσως το “Γράμμα στον κύριο Νίκο Γκάτσο” κι επιδίωξε να με συναντήσει, εμένα που τότε εργαζόμουν ως ηχολήπτης και ενορχηστρωτής, παράλληλα με τη δημιουργική συνθετική μου δραστηριότητα. Ξανθός, γαλανός, όμορφος. Φωνή ήπια, χαμηλότονη, τρυφερή, με έντονο πατρινό αξάν. Μανιώδης καπνιστής - έσβηνε κι άναβε τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο. Τον συμπάθησα με την πρώτη ματιά - το ίδιο μου εξομολογήθηκε κι εκείνος αργότερα, όταν συνδεθήκαμε με φιλία βαθειά και ειλικρινή.

Είχε μπει κατευθείαν “στο ψητό”, ζητώντας μου να γράψω κάποιο ορχηστρικό κομμάτι για την αγαπημένη του ορχήστρα, τη “Μαντολινάτα του” (όπως την ανέφερα μπροστά του για να τον πειράξω), μια θαυμαστή καμεράτα νυκτών εγχόρδων, μια ορχήστρα δωματίου με μαντολίνα πρώτα και δεύτερα, μαντόλες (κι όχι “μάντολες” - άλλο πείραγμα αυτό για να τον “κουρδίσω”) και κλασσικές κιθάρες. Την παρέα συμπλήρωνε ένα κοντραμπάσο, κάποιες φορές ένα κοντίνουο (τσέμπαλο, κλάβικορντ) κι από εκεί και πέρα όποιο όργανο ζητούσε η ειδική ανάγκη εκτέλεσης κάποιου μουσικού κομματιού και η επιθυμία του συνθέτη του. Ανταποκρίθηκα συνθέτοντας την “Ηχώ - στο Μάνο Χατζιδάκι των παιδικών μου χρόνων”, ενώ σύστησα τον Θανάση στο Νίκο Ξυδάκη, με τον οποίο συνεργαζόμουν την εποχή εκείνη ως ενορχηστρωτής του, ζητώντας του μια σύνθεση για την Ορχήστρα.

Ο Νίκος ευγενικά ανταποκρίθηκε μ’ ένα δικό του μουσικό θέμα. Το προσάρμοσα ενορχηστρωτικά στις ανάγκες της Ορχήστρας και να ’μαστε - ο Ξυδάκης κι εγώ - στο αυτοκίνητο μου, ταξιδεύοντας προς την Πάτρα, για να παρακολουθήσουμε μια οργανωμένη πρόβα των δύο κομματιών μας. Κάνω μια μικρή αναγκαία παρένθεση - όταν λέω πως ενορχήστρωσα, “έγραψα” πρώτη φορά για την Ορχήστρα, εννοώ πως ακολούθησα κατά γράμμα τις συμβουλές του Τσιπινάκη. Επειδή μια καμεράτα για μαντολίνα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση - τα όργανα δεν παράγουν ισχυρές μεταβολές δυναμικής ούτε διάρκειες χωρίς τη χρήση τρέμολο (του οποίου την κατάχρηση ο Θανάσης εξαρχής μου απαγόρεψε δια ροπάλου). Είχε φυσικά την πρόνοια να μου στείλει και τα αντίστοιχα κατατοπιστικά εγχειρίδια που είχε εκδώσει η Ορχήστρα (με παραδείγματα ενορχηστρωτικά, αναφορές ιστορικές και μουσικολογικές στον τύπο της ορχήστρας νυκτών, αναλυτική καταγραφή αριθμού οργάνων και μουσικής τους “έκτασης”), καθώς και κάποιες ηχογραφήσεις αντίστοιχων ορχηστρών, ώστε να αντλήσω ιδέες και υποδείγματα.

Κλείνω την παρένθεση λέγοντας πως, όσο κι αν είχα “μελετήσει”, τίποτα δεν με (μας) είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα συναντούσαμε στην αίθουσα προβών της Ορχήστρας, στο χώρο τον αφιερωμένο στις δοκιμές των μουσικών συνόλων του Δήμου Πατρέων. Βγήκαμε από το ασανσέρ (σκέφτομαι πόσες φορές στα επόμενα χρόνια επανέλαβα αυτή τη διαδρομή) και μπήκαμε σ’ ένα μεγάλο ψηλοτάβανο χώρο, σωστά μονωμένο ηχητικά, φωτεινό, ζεστό. Οι τοίχοι γεμάτοι από φωτογραφίες της Ορχήστρας “εν δράσει” - κονσέρτα πολλά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ρεπερτόριο (ρώτησα το Θανάση) κυρίως “κλασσικό”, ακαδημαϊκής μουσικής, όχι μόνο μπαρόκ (που είναι προνομιακό πεδίο μιας ορχήστρας νυκτών εγχόρδων) αλλά εξίσου ρομαντικό και ιμπρεσσιονιστικό και εικοστού αιώνα (με εξπρεσιονιστικές, ατονάλ, σειριακές, αλλεατορικές τεχνικές κλπ. Ο Θανάσης είχε ήδη φροντίσει να με ενημερώσει για το μεγάλο αριθμό ανάλογων ορχηστρών που διαπρέπουν σε παγκόσμιο επίπεδο, για σπουδαίες γερμανικές, ιαπωνικές, λατινοαμερικανικές ορχήστρες, για το μεγάλο ενδιαφέρον παντού στον κόσμο για τον ήχο μιας τέτοιας ορχήστρας, για την πρόκληση που αντιπροσωπεύει ωσαναφορά τη “ματιά” του συνθέτη και την ενορχηστρωτική μαστοριά του). Στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας δέσποζαν (και συνεχίζουν) δυο μεγάλα πορτραίτα - του Μίκη Θεοδωράκη και του Δημήτρη Λάγιου.

 

Ο Λάγιος που λάτρεψε το μαντολίνο (η επτανησιακή του ρίζα), ο Λάγιος που είχα συναντήσει μία και μοναδική φορά στην Κύπρο, στο χώρο της “Διάστασης” στη Λεμεσό, ο Λάγιος ο αδικοχαμένος, ο ιδιοφυής, ο πατριώτης, ο ανήσυχος οργανωτικός παράγοντας του ελληνικού μουσικού πολιτισμού. Ναι (ο Θανάσης μου το επιβεβαιώνει), “ευθύνεται” κατεξοχήν ο Λάγιος για τη δημιουργία της Ορχήστρας, και πολλά από τα πρώτα ελληνικά μουσικά έργα (και δισκογραφημένα - τέλος δεκαετίας του ’80) που η Ορχήστρα ερμήνευσε, ανήκουν στο Λάγιο. Ένας κόμπος στο λαιμό - χαλαρώνει όσο η αίθουσα γεμίζει από τα μέλη της Ορχήστρας που ένα-ένα καταφθάνουν, μας χαιρετούν χαμογελαστά και παίρνουν τη θέση τους στο ημικύκλιο των καθισμάτων και των αναλογίων. Η συντριπτική πλειοψήφία των μουσικών ανήκει σε ηλικίες νεανικές - όμορφα, λαμπερά αγόρια και κορίτσια, πρόσωπα φωτεινά, ευγενικά, ευαίσθητα. Μαζί τους και κάποιοι μεγαλύτερης ηλικίας, εξίσου προσηνείς και “φωτεινοί”. Στην πολύχρονη διαδρομή μου με την Ορχήστρα θα έχω το χρόνο να μάθω πως η σύνθεση της είναι (κυριολεκτικά όσο μεταφορικά) “οικογενειακή” - μέλη της Ορχήστρας στην πρώτη της σύνθεση αποχωρούν αφήνοντας στη θέση τους τα παιδιά τους, αδέρφια αντικαθιστούν αδέρφια, φίλοι φέρνουν τους φίλους τους κι εκείνοι τους δικούς τους.

Κι όλα αυτά, ώ του θαύματος, σε μια Ορχήστρα που λάμπει είκοσι πέντε (25) χρόνια, όντας ερασιτεχνική, δηλαδή μη αμειβόμενη κι ωστόσο υπερεπαγγελματική στις καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες της. Έχετε να μου υποδείξετε άλλο αντίστοιχο (πανελλήνιο) παράδειγμα τέτοιας δυναμικής και διάρκειας; Επαναλαμβάνω: Τα μέλη της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων δεν αμείβονται με αντιμισθία, είναι εθελοντές πολιτισμού και λειτουργούν την Ορχήστρα για ένα τέταρτο του αιώνα με τον πατριωτισμό, το ανιδιοτελές μεράκι, την υψηλή αίσθηση ευθύνης, το ταλέντο, την επιλογή τρόπου ζωής και συνύπαρξης σ’ ένα πολυάνθρωπο σύνολο, μιαν ορχήστρα. Αυτό είναι ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του Τσιπινάκη και των μελών της Ορχήστρας του. Φυσικά υπάρχουν κι άλλα πολλά, αλλά γι’ αυτά περισσότερα στη συνέχεια. Προς το παρόν βρισκόμαστε στην ώρα συνάντησης των μελών της Ορχήστρας για την πρόβα μας.

Κουρδίζουν, ανοίγουν τις παρτιτούρες. Ο Τσιπινάκης καθιστός - μπροστά του το αναλόγιο με το ντοσιέ του μαέστρου, δίπλα του το απαραίτητο τραπεζάκι με τα τσιγάρα, το σταχτοδοχείο και το φραπέ. Υψώνει τη μπαγκέτα. Την κατεβάζει. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Το ξέρω, από το πρώτο λεπτό, έχω ερωτευτεί - τρελά, αναπάντεχα, ανεξίτηλα. Αυτός ο ήχος, αυτό το θρόϊσμα, ο ψίθυρος του ανέμου στις διπλές χορδές, η θωπευτική ηχώ του μεσογειακού Τρόπου, η συγγένεια με το λαϊκό μας πολιτισμό, το ανεκτίμητο Ηχόχρωμα. Να γιατί ο Χατζιδάκις λάτρεψε το μαντολίνο (σκέφτομαι), να γιατί αντικατέστησε πολλές φορές το μπουζούκι με το μικρό μακρινό του ξαδερφάκι. Να γιατί αυτή η Ορχήστρα δεν είναι μια “κλασσική” ορχήστρα, δεν είναι μια “λαϊκή” ούτε μια “παραδοσιακή” ορχήστρα - αυτή η ορχήστρα είναι όλα τα προηγούμενα μαζί κι ένα σωρό ακόμη, που δεν λέγονται με λόγια αλλά ακούγονται. Έφυγα μαγεμένος, θαμπωμένος εραστής, ορκισμένος πιστός του δόγματος. Των μαντολίνων. Ο Τσιπινάκης μας αποχαιρέτησε χαμογελώντας. Πονηρά. Χαρούμενος. Είχε καταλάβει. Πως με είχε δέσει κοντά του, κοντά στο παιδί του, την Ορχήστρα του, με δεσμό ακατάλυτο.

Περνώντας τα χρόνια έγραψα κι άλλα ορχηστρικά κομμάτια, ασκήθηκα όσο καλύτερα μπορούσα στον ήχο, τη χροιά, τα “κόλπα” της Ορχήστρας. Κάποια στιγμή, καλοκαίρι του ’97, ο Θανάσης μου έριξε την ιδέα: “Δεν γράφεις έναν κύκλο τραγουδιών για την Ορχήστρα;” Είχε μεσολαβήσει η έκδοση της “Μικρής Πατρίδας” κι η παρουσίαση της από κοινού με τον ποιητή της, τον Παρασκευά Καρασούλο, σ’ ένα φιλόξενο δισκάδικο της Πάτρας. Εκεί συναντηθήκαμε με το Διονύσης Καρατζά, τον ποιητή που γνώριζα από τις μελοποιήσεις ποιημάτων του από το Μίκη Θεοδωράκη. Γίναμε φίλοι σχεδόν αστραπιαία. Του μετέφερα την πρόταση του Θανάση. Συμφώνησε λέγοντας μου πως θα προσπαθήσει να μην παραβεί τον έρωτα του για την Ποίηση, τιμώντας παράλληλα τη στιχουργική των τραγουδιών. Ευτυχώς το κατάφερε. Δυο χρόνια γράφαμε, σβήναμε, έπαιρνα τις παρτιτούρες κι έτρεχα στην Πάτρα. Ασανσέρ, φωτογραφίες, πρόβα, ο ήχος (Ο Ήχος), επιστροφή στην Αθήνα, ξανά σβήσε-γράψε και τα λοιπά. Κάποτε (με το Θανάση να μου γκρινιάζει τρυφερά, να μου ζητά το τελικό υλικό, να με ενθαρρύνει με παρατηρήσεις πολύτιμες στην ακρίβεια τους) έφτασε η ώρα της ηχογράφησης. Μετακόμισα στην Πάτρα, μαζί με τους εξαίρετους ηχολήπτες, αγαπημένους φίλους και συνεργάτες Παναγιώτη Πετρονικολό και Βαγγέλη Λάππα και το κινητό στούντιο ηχογραφήσεων του Σιέρρα με τους τεχνικούς του. Παρόντες οι φίλοι Κώστας Λειβαδάς και Κώστας Φασουλάς (λαμπροί δημιουργοί κι οι δύο) που η “ίντριγκα” της ηχογράφησης “μια και έξω” ( στην αίθουσα “Οδυσσέας Ελύτης” του πανεπιστημίου Πατρών), μαζί κι η ομορφιά της Πάτρας, τους έφερε συμπαραστάτες. Έγιναν κι οι δυο τους στενοί φίλοι του Τσιπινάκη, όπως κι ο λαμπρός φωτογράφος (και φίλος αγαπημένος όλων) Δημήτρης Κοιλαλούς, στον οποίο χρωστούμε πολύτιμες φωτογραφικές μαρτυρίες λαμπρών στιγμών και φυσικά το έξοχο εξώφυλλο του δίσκου μας “Χελιδόνια της βροχής”. Τσανακλίδου, Τσαλιγοπούλου, Φραγκούλης, Μπάσης, Σταύρου - όλοι αρωγοί στην ερμηνεία των τραγουδιών.

Ο Τσιπινάκης (τελειομανής, ανικανοποίητος επ’ αγαθώ) με τσιγκλάει: “Να βάλεις τον Καρατζά να απαγγείλει πάνω σε μουσική και να πεις κι εσύ ένα τραγούδι”. “Μα δεν έχω άλλες μουσικές ούτε άλλα λόγια του Διονύση”. “Να γράψεις καινούργιες και να του ζητήσεις να στρωθεί κι αυτός”. “Εσύ λες να βιαστούμε, να ξεκινήσουμε τις ηχογραφήσεις”. “Μια χαρά, εμείς θα ηχογραφούμε όσα έχεις ήδη έτοιμα, κι εσύ θα γράφεις τα καινούργια”. Έγραψα. Μαζί κι ο Καρατζάς. Το “Άγιος ο Έρωτας”. Η πρώτη του πρόβα αξέχαστη. Για όλους μας. Η ηχογράφηση του δίσκου στο όριο κωμωδίας: Έπρεπε να περιμένουμε να νυχτώσει ώστε να κοιμηθούν... τα χελιδόνια, αλλιώς η ηχογράφηση είχε περισσότερο ήχο τιτιβισμάτων αυθεντικών χελιδονιών παρά ήχους μαντολίνων “Χελιδονιών της βροχής”! Ο δίσκος αγαπήθηκε, τα τραγούδια του παίχθηκαν και παίζονται σταθερά, η Ορχήστρα τα ερμήνευσε παντού και σε κάθε περίσταση. Περιοδεύσαμε σ’ όλη την Ελλάδα (μαζί κι οι αγαπημένες μας τραγουδίστριες - η Τάνια κι η Ελένη) ζήσαμε στιγμές (ιδιωτικές και δημόσιες) εξαίσιες.

Στην Αστυπάλαια, ένα μαγικό καλοκαιρινό βράδυ, εγκαινιάζοντας το Φεστιβάλ της, δώσαμε κάτω από το κάστρο μιαν αξέχαστη παράσταση. Στο απαραίτητο γεύμα που ακολούθησε τη συναυλία, εξομολογήθηκα στον Τσιπινάκη πόσα σκώμματα είχα εισπράξει από “το χώρο” όταν ανακοίνωσα το σχέδιο μου, να γράψω και να ηχογραφήσω με την Ορχήστρα - τί νέο Φώτη Αλέπορο με ανεβάσανε (τι... αδικία για τον ρομαντικό Επτανήσιο μαέστρο), τι αφελή με κατεβάσανε, που αντί να ψάχνω ήχους της εποχής εγώ το γύριζα στη... ρομαντζάδα. Ο Θανάσης γελούσε και χάιδευε το μουστάκι του. “Μην ανησυχείς” σχολίασε “η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση. Κι όπως ξέρεις η εκδίκηση τρώγεται κρύα. Εδώ είμαστε”.

Όλες οι Επιτυχίες σου Θανάση είναι παιδιά της υπομονής και της επιμονής σου. Και η μεγαλύτερη από όλες είναι η δημιουργία, συντήρηση, εξέλιξη και ανάδειξη ΜΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ. Υπάρχουν πολλές ακαδημαϊκές ορχήστρες στην Ελλάδα, καλές, καλύτερες, άριστες - όλες τους έχουν ως κεντρικό αντικείμενο την “κλασσική” μουσική (και καλά κάνουν) ενώ παρεπιπτόντως συμμετέχουν και σε δράσεις περί τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό, ο οποίος στην συντριπτική του ποσοτικά διάσταση εκφράστηκε και εκφράζεται μέσα από αυτό που ονομάζουμε Ελληνικό Τραγούδι. Με την εξαίρεση της ΚΟΕΜ που, με τη στιβαρή καθοδήγηση του Σταύρου Ξαρχάκου, έχει δώσει πολλά στον πολιτισμό του Τραγουδιού και της Ελληνικής μουσικής και της Ορχήστρας “Μίκης Θεοδωράκης”, που κι αυτή φώτισε δημιουργικά το έργο του Μίκη εδώ και πολλά χρόνια, δεν υπάρχει άλλη ορχήστρα σαν την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Τσιπινάκη. Μην ξεχνάμε πως η ΚΟΕΜ και η Ορχήστρα “Μίκης Θεοδωράκης” είναι επαγγελματικές ορχήστρες και οι μουσικοί τους αμείβονται για τη συμμετοχή τους σε αυτές. Το ρεπερτόριο τους επίσης είναι “στενότερα” προσδιορισμένο στιλιστικά και ηχητικά. Η Ορχήστρα του Τσιπινάκη όμως (επαναλαμβάνω: μια ορχήστρα μη αμειβόμενων εθελοντών υψηλού επιπέδου) ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ερμηνεύει έργα κλασσικής και ακαδημαϊκής μουσικής, έργα σύγχρονης μουσικής που ισορροπούν ανάμεσα στο ακαδημαϊκό και το “λαϊκό” (έργα πάνω σε ποιητές, αφιερώματα σε μουσικά ιδιώματα, εργαστήρια κλπ) και συνεργάζεται με το σύνολο των σημαντικών Ελλήνων συνθετών, τραγουδοποιών και τραγουδιστών, ΑΠΟΤΕΛΩΝΤΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΟΧΗΜΑ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΧΩΡΙΟ.

Η Ορχήστρα του Τσιπινάκη και των συνεργατών του είναι, κατά την κρίση μου, η σημαντικότερη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ αυτού του τύπου, ένας οργανισμός - γέφυρα σύνδεσης όλων των ιδιαιτεροτήτων του Ελληνικού μουσικού πολιτισμού. Αρκεί μια μικρή έρευνα των δραστηριοτήτων της, των ηχογραφήσεων, των συμμετοχών για να καταπλήξει και τον πλέον δύσπιστο αναγνώστη. Κι ο ακάματος Τσιπινάκης - ο νεωτεριστής (εδώ και πολλά χρόνια η Ορχήστρα διατηρεί ψηφιακό αρχείο ηχογραφημάτων και παρτιτουρών), ο μουσικός παιδαγωγός (πάμπολλες μετακλήσεις σημαντικών μουσικών, εξειδικευμένων στο μαντολίνο και τις ορχήστρες νυκτών, για να προσθέσουν με σεμιναριακές σπουδές γνώση και εμπειρία στα μέλη της Ορχήστρας), ο μάνατζερ πολιτισμού (με εκατοντάδες ιδέες που έγιναν πράξη - συναυλίες, σύνθεση πρωτότυπων έργων, φεστιβαλικές συναντήσεις με σημαντικούς δημιουργούς, εκτελεστές κι ερμηνευτές), ο κοινωνικά ανήσυχος κι ευαισθητοποιημένος πολίτης (ένα σωρό δράσεις κοινωνικού εθελοντικού φιλανθωπικού χαρακτήρα), ο Τσιπινάκης ο σεμνός, ο ουσιαστικός, ο βαθύς, ο συναινετικός, ο λειτουργικός για το σύνολο του, το σύνολο της πόλης του, της πατρίδας του, της πατρίδας μας.


Δεν αγιοποιώ το Θανάση Τσιπινάκη. Αντιθέτως, παραλείπω ένα σωρό προσωπικές μαρτυρίες του ήθους και του τρόπου του. Οφείλω όμως να αναφερθώ στις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε όλα τα χρόνια της μουσικής του διαδρομής, δυσκολίες που θα οδηγούσαν οποιονδήποτε άλλο σε παραίτηση, όχι βεβαίως το Θανάση. Η Ορχήστρα Νυκτων Εγχόρδων του δήμου Πατρέων χρηματοδοτείται από το δήμο με ένα (κατά τη γνώμη μου) πενιχρό ποσόν για τα λειτουργικά της έξοδα, απολύτως αναντίστοιχο του μεγέθους της προσφοράς της. Συμπαραστάθηκαν στον Τσιπινάκη (στην πολύχρονη διαδρομή του) οι διοικούντες τον Δήμο Πατρέων; Άλλοι εγκάρδια, άλλοι με μισή καρδιά, κάποιοι, δυστυχώς, καθόλου. Οι “παροικούντες την Ιερουσαλήμ” γνωρίζουμε λεπτομέρειες, άλλες αποκαρδιωτικές, άλλες κολακευτικές για τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες. Δεν θα σταθώ σε μικρότητες, θα υπογραμμίσω όμως τη βασική στόχευση του Τσιπινάκη: ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ, ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΘΕΣΜΙΚΑ, ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ, ΝΑ ΜΗ ΔΙΑΒΡΩΘΕΙ, ΝΑ ΜΗΝ ΕΥΤΕΛΙΣΤΕΙ, ΑΚΥΡΩΘΕΙ, ΠΑΡΑΚΜΑΣΕΙ.

Πληροφορήθηκα με ικανοποίηση την μετονομασία της Ορχήστρας σε “Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Πάτρας «Αθανάσιος Τσιπινάκης»”. Επικροτώ την πρωτοβουλία, είμαι όμως βέβαιος (γνωρίζοντας τον άνδρα) πως ο Τσιπινάκης χίλιες φορές θα προτιμούσε τη διασφαλισμένη χρηματοδότηση, τη συντήρηση και την εξέλιξη της Ορχήστρας του, από την τιμητική ονοματοδότηση της με το ονοματεπώνυμο του (ως ένα συγκυριακής προέλευσης “συναισθηματικό” χρέος) και την σταδιακή εγκατάλειψη της στην τύχη της. Υπάρχει τέτοιος κίνδυνος; Οχι, από την πλευρά των μελών της Ορχήστρας, βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Ναι, από την πλευρά του απρόσωπου κράτους που, μπροστά στον τρόμο των Μνημονίων και των οικονομικών πιέσεων, έχει ήδη στοχεύσει τον Πολιτισμό της χώρας ως πρώτο θύμα οικονομικών περικοπών και ελλιπούς χρηματοδότησης. Ας προσέξουν οι δημοτικοί άρχοντες των Πατρών: Η Ορχήστρα αυτή υπήρξε ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ. Για τον καλό αυτό σκοπό οφείλουν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια.

Και για το τέλος του κειμένου μου επαναλαμβάνω πιο αναλυτικά τη... σούμα - μέχρι στιγμής (και με ευχές από καρδιάς, σε εικοσιπέντε χρόνια κάποιος νεώτερος να επιχειρήσει τον τότε ουσιώδη απολογισμό της Ορχήστρας):

-  Ένας εντυπωσιακός αριθμός συναυλιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με πολυσυλλεκτικό ρεπερτόριο (ακαδημαϊκή μουσική, Τραγούδι Ελληνικό και Διεθνές, πρώτες εκτελέσεις πρωτότυπων έργων σημαντικών δημιουργών ειδικά γραμμένων για την Ορχήστρα). Πολλές από τις συναυλίες αυτές έγιναν gratis, υπηρετώντας σημαντικές κοινωνικές δράσεις και φιλανθρωπικές κινητοποιήσεις κάθε είδους.

-  “Επί σκηνής” συνεργασία με το σύνολο σχεδόν των σημαντικότερων ερμηνευτών του Ελληνικού τραγουδιού.

-  Συμμετοχή σε τηλεοπτικές εκπομπές, μαρτυρίες της συνύπαρξης της Ορχήστρας με σημαίνοντα πρόσωπα της Ελληνικής μουσικής.

-  Μεγάλη δισκογραφία με εκδόσεις έργων για την Ορχήστρα, συνεργασιών της με σημαντικούς συνθέτες, μουσικά αφιερώματα, διασκευές και προσαρμογές στον ήχο της, εκτελέσεις τραγουδιών και ορχηστρικών έργων από το Ελληνικό και το διεθνές μουσικό τοπίο.

-  Πλήρες αρχείο με παρτιτούρες για την Ορχήστρα, αρχείο που περιέχει το σύνολο των μουσικών της επιδόσεων σε όλα τα είδη με τα οποία καταπιάστηκε.

-  Σημαντικός αριθμός “ζωντανών” ηχογραφήσεων αρχείου (ο Τσιπινάκης, λάτρης - όπως προείπα - της τεχνολογίας, εκμεταλλεύτηκε την ψηφιακή εποχή μας με τον ιδανικότερο τρόπο, ηχογραφώντας σχεδόν κάθε παράσταση της Ορχήστας). Mεγάλος αριθμός οπτικών ντοκουμέντων (video, φωτογραφικό υλικό) από την πολιτιστική διαδρομή της Ορχήστρας.

Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμα - περιορίζομαι να καταγράψω εδώ το site της Ορχήστρας, ώστε ο αναγνώστης να αναζητήσει εκεί στοιχεία, ονόματα και λεπτομέρειες για το δημιουργικό όραμα του Θανάση Τσιπινάκη κι όλων των συνεργατών του επί ένα τέταρτο του αιώνα: www.psopatras.grwww.youtube.com/psopatras

Θανάση - η Ορχήστρα σου είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Και δεν εννοώ μόνο τα μέλη του συνόλου που αγάπησες και υπηρέτησες όλη σου τη ζωή, αναφέρομαι στη μεγαλύτερη Ορχήστρα σου, εκείνη που αποτελείται από όλους εμάς, τους καλλιτέχνες που σε αγάπησαν, σε εμπιστεύτηκαν, σε θαύμασαν και πειθάρχησαν λειτουργικά στην πολύτιμη μπαγκέτα σου. Ύψωσε Θανάση τη μπαγκέτα - εμείς εδώ είμαστε, πιστοί του τρόπου και του έργου σου, άνθρωποι δικοί σου.

 

 


* To MusicPaper.gr ευχαριστεί τον Γιώργο Ανδρέου για την εμπιστοσύνη του να δημοσιευτεί αυτό το κείμενο εδώ.