«Συναντιέμαι καμιά φορά με νέα παιδιά και δεν μπορώ να πιστέψω ότι ασχολούνται με το τραγούδι και δεν ξέρουν τον Τσιτσάνη. Άμα δεν ξέρεις ιστορία, πώς θα προχωρήσεις; Ακούμε ξένους, μου λένε! Μα και εγώ άκουγα Ρόλινγκ Στόουνς, αλλά υποκλινόμουν στον Τσιτσάνη. Δεν μπορεί να μην ξέρεις τον «θησαυρό» της χώρας σου, ούτε μπορείς να μη δουλεύεις και να ασχολείσαι μόνο με την «εικόνα» σου; Πες μου, τι θα αφήσουν πίσω τους; Κοιλιακούς και σιλικόνη;»

Το απόσπασμα προέρχεται από την πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιάννης Πάριος στο ΤVΈθνος με αφορμή τις επικείμενες συναυλίες -αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Όμορφα λόγια, καλοδιατυπωμένα πλην όμως λεχθέντα από ποιον βωμό; Το βωμό του λαοφιλούς καλλιτέχνη που υπερασπίστηκε το καλό λαϊκό τραγούδι; Το βωμό του τραγουδιστή που κράτησε ένα επίπεδο συνεργασιών μέσα στα χρόνια και έδωσε διαχρονικά τραγούδια; Δεν νομίζω.

 

Με άλλα λόγια, ζητάει θερισμένα όταν δεν βοήθησε στη σπορά τους ενώ διέθετε όλα τα απαιτούμενα προσόντα: από τη φωνή και τη σκηνική παρουσία μέχρι το δισκογραφικό εκτόπισμα και το υποστηρικτικό δημοσιογραφικό σύστημα δεκαετίες τώρα. Μια απλή, δηλαδή, αναδρομή στη δισκογραφία του Πάριου τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ηλικία των παιδιών τα οποία ψέγει που δεν γνωρίζουν τον «θησαυρό» της χώρας, αποδεικνύει κάτι πασιφανές.

Ότι τα λαϊκά τραγούδια της δισκογραφίας του Πάριου από τη δεκαετία του '90 μέχρι σήμερα αναλώνονταν στο εύκολο καψουροτράγουδο, υπερασπιζόμενος με τις επιλογές του το γενικότερο τότε κλίμα της εποχής. Κάποιες εξαιρέσεις, όπως το «Liveστο Λυκαβηττό», το 2001, σε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και η «Επαφή» το 1992, σε συνθέσεις του Σταμάτη Σπανουδάκη ήταν απλώς «στάσεις» σε μια κούρσα που πέρναγε μέσα από τους μουσικούς δρόμους του Φοίβου, του ανέμπνευστου σε αυτές τις συνεργασίες Αντώνη Βαρδή, του Χριστόφορου Σιγανού κ.ά. και από στίχους όπως: «Το πουλάω το σπίτι», «Τύψεις δεν έχω πλέον τύψεις», «Μαύρα χάλια είμαι εγώ για σένα» και άλλες «αξέχαστες» στιγμές της δισκογραφίας του αλλά και των ζωντανών του συνεργασιών σε πίστες με «εξέχοντα» ονόματα του εμπορικού τραγουδιού.

 

Ακόμα και αν όλα αυτά τα χρόνια στα προγράμματά του ενέτασσε τα καλά λαϊκά τραγούδια, αυτό δεν του δίνει άλλοθι για τις επιλογές του. Πόσω μάλλον άλλοθι να «κρίνει» αυστηρά μια νέα γενιά, η οποία γαλουχήθηκε ΚΑΙ με τα δικά του τραγούδια που κατέκλυζαν τα ραδιόφωνα την τελευταία δεκαετία, «πετώντας» έξω από την μπάντα των FMτα τραγούδια του «δικού» του Τσιτσάνη και άλλων «δικών» του, του οποίους εικάζω οτι τα επόμενα χρόνια θα ξαναθυμηθεί σε χώρους, πλέον, «κυριλέ» διασκέδασης όπως το Μέγαρο Μουσικής και το «Παλλάς» αφού οι καιροί (και οι αντοχές) για τις πίστες είναι πλέον δύσκολοι...