Τώρα που σε χειμερινές μουσικές σκηνές διοργανώνονται αποχαιρετιστήριες βραδιές για το τέλος της σαιζόν και οι καλοκαιρινές περιοδείες ετοιμάζονται, θέλω να αναφερθώ, όχι με διάθεση ανασκόπησης, σε κάποια θεματικά προγράμματα που παρακολούθησα τους προηγούμενους μήνες. Το κοινό τους στοιχείο ήταν ότι αποτελούνταν από τραγούδια που δεν προέρχονταν από το προσωπικό ρεπερτόριο των βασικών συντελεστών τους. Μιλάμε λοιπόν για προγράμματα επανεκτελέσεων ή διασκευών.

 

Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε συζητήσει τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στις επανεκτελέσεις και τις διασκευές στα τραγούδια. Παίρνω ως πραγματική και όχι επίπλαστη την ανάγκη ενός καλλιτέχνη να προσεγγίσει κατά καιρούς το έργο συναδέλφων του, είτε φέρνοντάς το στα μέτρα του, είτε αλλάζοντάς το εντελώς, ρισκάροντας έτσι ακόμα περισσότερο. Οι καλές προθέσεις όμως δεν αρκούν πάντοτε. Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Το γράφω γιατί έχω βρεθεί μπροστά σε περιπτώσεις που υπόσχονται πολλά στα λόγια και στις ιδέες, αλλά προσφέρουν τελικά λίγα στην πράξη… ή και τίποτα, παρά μόνο φιοριτούρες και μουσικούς μεγαλοϊδεατισμούς. Το ταλέντο, η επίγνωση, η φαντασία, το μεράκι, η αισθητική, η εντιμότητα, ο ξεκάθαρος στόχος είναι αυτά νομίζω που θα αναδείξουν την προσπάθεια. Τα παρακάτω προγράμματα ήταν πολύ κοντά στα προσωπικά μου γούστα και κριτήρια σχετικά με τις επανεκτελέσεις και τις διασκευές.

 

«Ελληνικά διάφορα» ήταν ο τίτλος του προγράμματος της Νατάσσας Μποφίλιου, του Θέμη Καραμουρατίδη και του Γεράσιμου Ευαγγελάτου που είδα στο «Κρεμλίνο» του Πειραιά και στο οποίο δεν υπήρχε ούτε ένα δικό τους τραγούδι. Σαν τις πολυπαιγμένες κασέτες που κάποτε όλοι είχαμε ή γράψαμε και περιείχαν ακριβώς αυτό που έδωσε και τον τίτλο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα : «Ελληνικά διάφορα». Η βραδιά κύλησε με αγαπημένα τραγούδια της «τριάδας»  - και όλων μας όπως αποδείχθηκε – από τις περασμένες δεκαετίες, χωρισμένα σε ενότητες : από τα τραγούδια της παραλίας και των σήριαλ μέχρι τραγούδια των μεγάλων δημιουργών, λίγα παλιά λαϊκά κλπ.  Όλα αυτά σε ένα καθιστικό για σκηνικό με παλιά εξώφυλλα βινυλίων από δώ κι από κει, όπου η οικοδέσποινα ανέβασε κάποια στιγμή και κόσμο από το κοινό για να γίνει το κλίμα ακόμα πιο παρεΐστικο.

 

Η Νατάσσα Μποφίλιου έχει το χάρισμα όχι απλά να φέρνει τα μη δικά της τραγούδια στους προσωπικούς ερμηνευτικούς της κώδικες, αλλά και να σε πείθει, αν δεν το ξέρεις, πως κάποια από αυτά γράφτηκαν για τη φωνή της. Η μικρή ορχήστρα έπαιξε όμορφα, ζεστά, ορεξάτα. Όπως ακριβώς θα παίζονταν αν μαζευόταν μία παρέα φίλων με αντίστοιχη διάθεση. Όχι γιατί δε μπορούσαν να τα παίξουν αλλιώς, αλλά γιατί δεν ήταν το ζητούμενό τους. Το διαφορετικό άλλωστε μας το είχε δείξει η τριάδα Μποφίλιου-Καραμουρατίδη-Ευαγγελάτου πριν από δύο  χρόνια στη «Βαβέλ» όπου «πείραξαν» τα δικά τους τραγούδια και το αποτέλεσμα εκδόθηκε και σε διπλό cd. Αυτό το δημιουργικό «πείραγμα» ίσως να αποτελεί τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τις επανεκτελέσεις από τις διασκευές. Τόσο στο παίξιμο, όσο και στην ερμηνεία.

 

Είχα ακούσει για τη μουσική παράσταση του Απόστολου Ρίζου «Σ’ ένα δωμάτιο με τον Μάνο Λοϊζο», αλλά δεν είχα καταφέρει να την παρακολουθήσω. Μέχρι τις 22 Μαρτίου που βρέθηκα στο θέατρο «Άλμα» όχι μόνο ως θεατής, αλλά και για την ηχογράφησή της για το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Οι προσδοκίες μου επαληθεύτηκαν. Τέτοιες βραδιές αξίζει να επαναλαμβάνονται και να καταγράφονται. Ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε από τους πιο αγαπημένους στο κοινό Έλληνες δημιουργούς – ακόμα και στις ηλικίες που ήρθαν σε επαφή με το έργο του μετά τον θάνατό του. Από όσα αφιερώματα έχω δει ή έχω ακούσει, αυτό ήταν σίγουρα το πιο διαφορετικό. Με δημιουργικότητα και με σιγουριά για το τι θέλει να παρουσιάσει. Τίποτα δεν ήταν στην τύχη. Τίποτα δεν αφέθηκε στην ήδη δεδομένη δημοφιλία του συνθέτη και των τραγουδιών του. Το όλο στήσιμο του αφιερώματος φάνηκε ότι πέρασε από μεγάλη και κοπιώδη προετοιμασία. Από το λιτό σκηνικό – που και εδώ παρίστανε ένα μικρό καθιστικό – μέχρι τη ροή των τραγουδιών και τα βίντεο από το αρχείο του συνθέτη.

 

Δύο κοντραμπάσα από δύο εξαιρετικούς μουσικούς, τον Θοδωρή Κουέλη και τον Γιώργο Μουχτάρη, που δεν αρκέστηκαν στον φυσικό ήχο των οργάνων ούτε μόνο σε αυτά, μαζί με την κιθάρα του Απόστολου Ρίζου, ουσιαστικά υποκαθιστούσαν ολόκληρη ορχήστρα. Τα τραγούδια, γνωστά στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παίχτηκαν ευχάριστα αγνώριστα τις περισσότερες φορές, σε τέτοιο σημείο που να αδημονείς για το αμέσως επόμενο, όχι μόνο για το ποιο θα είναι, αλλά και για το πώς θα ακουστεί. Από τρεις μουσικούς και μόνο. Καλεσμένη του Απόστολου Ρίζου τη συγκεκριμένη βραδιά ήταν η Ξένια Γαργάλη, ερμηνεύτρια με όμορφη φωνή που ταίριαξε στο μουσικό κλίμα της παράστασης και τραγούδησε με λυρισμό και ευαισθησία.

 

 

Υπήρξε όμως και μία παράσταση που συνδύασε και τα δύο, σύμφωνα πάντα με τον δικό μου διαχωρισμό, τη διασκευή στο πρώτο μέρος και τη δημιουργική επανεκτέλεση στο δεύτερο μέρος. Το αφιέρωμα του Σταύρου Ξαρχάκου στον Μάρκο Βαμβακάρη στο «Gazarte». Στο πρώτο μέρος μελωδίες του Μάρκου Βαμβακάρη υπό μορφή σουίτας όπου αναδεικνύονταν οι εκλεκτικές συγγένειες της μουσικής του με παραπομπές που προσωπικά με οδήγησαν σε σπουδαίους συνθέτες του εξωτερικού, αφήνοντας παράλληλα να διαφανεί το γιατί αυτός ο άνθρωπος θεωρήθηκε πατριάρχης ενός μοναδικού είδους, τόσο για τον τόπο που γεννήθηκε, όσο και για τον κόσμο ολόκληρο. Η παρουσία της Δήμητρας Γαλάνη, του Στέλιου Βαμβακάρη και ιδιαίτερα του Μιχάλη Μυτακίδη (B. D. Foxmoor), με τραγούδια και εμβόλιμα κείμενα, ολοκλήρωσε το εγχείρημα.

 

Στο δεύτερο μέρος, το πιο εξωστρεφές, τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, με τους ίδιους συντελεστές, παίχτηκαν με τον τρόπο του Σταύρου Ξαρχάκου. Και ο τρόπος αυτός έχει να κάνει με τον διακριτό ρόλο που δίνει ο μαέστρος  στο καθένα από τα  μέλη της ορχήστρας του, χωρίς να διασπά όμως το σύνολο. Ήχος συμπαγής, ενορχηστρώσεις ευρηματικές με έμφαση στη λεπτομέρεια, ανάδειξη του πρωτότυπου υλικού εμποτισμένο με την προσωπικότητα και το κύρος του διασκευαστή.

 

Εν κατακλείδι, αυτή είναι μάλλον η χρυσή τομή. Να μη χαθούν δηλαδή ούτε η ταυτότητα του πρωτότυπου, ούτε το στίγμα της νέας άποψης. Δύσκολη εξίσωση. Έτσι όμως τα τραγούδια περνάνε από γενιά σε γενιά. Όταν ακούγονται και όταν τραγουδιούνται όχι μόνο από τους παλιούς δίσκους, αλλά και από τις νεώτερες φωνές, εφόσον αυτό γίνεται με σεβασμό και γνώση που να αναδεικνύει την αλήθεια τους. Είναι πολλά ωστόσο τα παραδείγματα προσπαθειών που αναγνωρίστηκαν πολύ αργότερα από την πρώτη τους παρουσίαση. Αλλά και άλλων που υπερεκτιμήθηκαν και τελικά ο χρόνος τις νίκησε.

 

Φυσικά και έχει να κάνει και με τον χώρο που θα επιλεγεί. Αλλά και με το κοινό που θα προσέλθει. Το κοινό πάντα θα έχει τον τελικό λόγο, άρα και την ευθύνη που θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεκτικότητά του, την ευρύτερη παιδεία και την αισθητική του. Και η εξίσωση που λέγαμε παραπάνω θα μετατοπιστεί ανάλογα με τη διάθεση του κοινού να ακούσει ή να ακουστεί.